Οι Αυλιώτες, το βορειοδυτικότερο χωριό του νησιού της Κέρκυρας, είναι χτισμένο πάνω σε μια λοφοσειρά και το διασχίζει ένας κεντρικός οδικός άξονας. Από τα υψώματά του, βλέπουμε τα Διαπόντια νησιά με την Αδριατική στο βάθος, αγναντεύουμε τις απέναντι ηπειρωτικές ακτές και το ήρεμο ανάγλυφο του εσωτερικού του νησιού.

Την ονομασία του χωριού τη συναντάμε σε έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου της Κέρκυρας, ήδη από τα τέλη του 15ου αιώνα.

Οι Αυλιώτες αρχικά ήταν χτισμένοι στις παρυφές του λόφου πάνω στον οποίο δεσπόζει η εκκλησία της Υ.Θ. Παναγίας Οδηγήτριας, στις σημερινές γειτονιές Μεροβίγλι, Φανό και Καλάβρια, κοντά στην περιοχή που αποκαλούταν μέχρι πριν λίγα χρόνια Αυλή. Πιθανόν σ’ αυτή την μικρή Αυλή να οφείλεται το όνομα του σημερινού μεγάλου χωριού.

Την ίδια περίοδο, υπήρχε ήδη το όμορο χωριό των Εξωκαστρινών, που τότε ήταν χτισμένο γύρω από το ύψωμα όπου βρισκόταν ο εμβληματικός ναός Αρχαγγέλου Μιχαήλ (σήμερα Ταξιαρχών), και απλωνόταν στις σημερινές γειτονιές Μουγκανάτικα, Κουκούλι, Καποδετσεντάτικα, Καπαντωνάτικα, Πέρα Μπάντα. Η ονομασία Εξωκαστρινοί είναι υστεροβυζαντινής προέλευσης και αφορά μια ειδική κατηγορία κατοίκων της Κερκυραϊκής υπαίθρου που έχαιραν ειδικών προνομίων και φορολογίας, γιατί φρουρούσαν την περιοχή τους.

Είναι βέβαιο ότι η ευρύτερη περιοχή των χωριών μας κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια. Το τεκμηριώνουν τα ευρήματα που έφερε στο φως ο αρχαιολόγος Δαίλπφερδ το 1913 στον Άγιο Στέφανο, όπως και η επιφανειακή έρευνα του καθηγητή Αύγουστου Σορδίνα, που πραγματοποιήθηκε τη δεκαετία του 1970.

Λείψανα της κλασσικής περιόδου, μαρτυρούνται και στην τοπική βιβλιογραφία: Ο Ι. Μπουνιάς σημειώνει ότι ο παπά Δήμος Μουζακίτης τον είχε πληροφορήσει ότι στη θέση Καμπέλλα Αυλιωτών, είχαν βρεθεί αρχαίοι κίονες και μάρμαρα με τις επιγραφές «Καλλίστρατος» και «Μενέλαος».

Όμως το φθαρτό οικοδομικό υλικό της περιοχής δεν άφησε από τα ρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια άλλα υλικά αποτυπώματα στο χώρο ή τουλάχιστον δεν έχουν έως τώρα εντοπιστεί…

Εντούτοις, από τον 15ο αιώνα και μετά, έχουν διασωθεί πολλές πληροφορίες στο Ιστορικό Αρχείο της Κέρκυρας αλλά και της Βενετίας για τα δύο χωριά, όπως άλλωστε και για ολόκληρη την Κέρκυρα. Αφορούν την πληθυσμιακή σύνθεση, την κοινωνική διαστρωμάτωση, τα ονοματεπώνυμα των κατοίκων, τις καλλιεργητικές τους φροντίδες, τη σχέση τους με τη θάλασσα, τα τοπωνύμια της περιοχής και γενικότερα την κοινωνική και οικονομική ζωή. Και παρότι κάποια επίθετα που εντοπίζουμε στα έγγραφα έχουν πλέον εκλείψει, είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι βασικές οικογένειες ζουν συνεχώς στον ίδιο τόπο πάνω από πέντε αιώνες. Τα επίθετα Αυλωνίτης, Λαμπίρης, Λειτούργης, Κουβαράς, Μουζακίτης, Πέρρος, Πρίμπας και άλλα, τα συναντάμε ήδη σε συμβόλαια του 15ου αιώνα.

Περιμετρικά από τους δυο αυτούς κεντρικούς οικισμούς αναπτύχθηκαν κι άλλοι μικρότεροι: Κουκουνικάδες, Ταμπουρλάδες και Βουνιώτες (που έχουν σήμερα χαθεί), Γαρνάδες, Στάουσα, Αγία Πελαγία, Άγιος Στέφανος.

Η πρώτη, έως τώρα, γνωστή απεικόνιση του χωριού είναι μια επιπεδογραφία του 1744, όπου καταγράφονται τα κτήματα της «εμπαρουνίας» (φέουδου) Κορνέρ. Σ’ αυτήν έχουν χαραχθεί οι κυριότεροι δρόμοι, οι ναοί, οι σημαντικότερες κατοικίες, καθώς και τα αγροτεμάχια της βαρονίας Κορνέρ, με σημειωμένα πολλά ονόματα ιδιοκτητών. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο της ισχυρής σύνδεσης με τον τόπο είναι και το ότι πολλές από τις σημερινές οικογένειες διατηρούν τα σπίτια τους ακριβώς στο ίδιο σημείο που καταγράφονται οι κατοικίες των προγόνων τους, εδώ και τουλάχιστον τρεις αιώνες.

Κατά την μακρά περίοδο της Βενετοκρατίας, τα χωριά μας υπάγονταν στην «Μπαντιέρα», δηλαδή το Διαμέρισμα των Μαγουλάδων, στην Επαρχία Γύρου. Στη γενική απογραφή του 1759 το σύνολο των κατοίκων στους Αυλιώτες ανέρχεται μόλις στους 135, ενώ στους Εξωκαστρινούς 244. Μεγάλη αύξηση σημειώνεται εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, όταν στα χρόνια του Ιονίου Κράτους (1824) καταγράφονται για πρώτη φορά μαζί οι κάτοικοι των δυο χωριών: Ο πληθυσμός έφτανε τότε τα 698 άτομα. Στις μέρες μας έχει υπερδιπλασιαστεί.

Τα δυο χωριά με τους δυο συναδελφικούς ναούς, Παναγίας και Ταξιάρχη, αναφέρονταν χωριστά σε όλα τα διοικητικά έγγραφα, έως και τη δεκαετία του 1830. Έκτοτε ενοποιήθηκαν και επικράτησε το όνομα Αυλιώτες, πιθανόν χάριν ευκολίας. Αποτελούσαν πλέον μια ενιαία κοινότητα μ’ ένα σχολείο, που από τότε είχε αρκετούς μαθητές. Και σήμερα, το Σχολικό Κέντρο Αυλιωτών σφύζει από ζωή με πάνω από εκατό μαθητές και μαθήτριες.

 

Μετά την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, το 1864, σχηματίστηκε αρχικά ο Δήμος Εσπερίων, με πρωτεύουσα τους Αυλιώτες (1866-1869), αλλά στη συνέχεια συγχωνεύτηκε με τον Δήμο Αμφιπαγιτών, με πρωτεύουσα τους Μαγουλάδες. Από το 1914 έως το 1998 το χωριό αποτελούσε τη μεγάλη Κοινότητα Αυλιωτών μαζί με τον οικισμούς Κουκνικάδων, Γαρνάδων, Στάουσας, Αγίας Πελαγίας, και Αγίου Στεφάνου. Μόνον στα χρόνια της Ιταλογερμανικής κατοχής ανασυστάθηκε ο Δήμος Εσπερίων (1941-1944). Την περίοδο (1998-2010) οι Αυλιώτες οδηγήθηκαν σε αναγκαστική συνένωση με άλλες Κοινότητες στον Δήμο Εσπερίων, ενώ σήμερα αποτελούν Δημοτικό Διαμέρισμα του Δήμου Κέρκυρας.

Ένα ενδιαφέρον στιγμιότυπο τοπικής Ιστορίας: 

"Η πρώτη σφραγίδα της Κοινότητας Αυλιωτών".

Η παραθαλάσσια περιοχή του Αγίου Στεφάνου, με τον ομώνυμο ναό, που η ίδρυσή του ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια, υπήρξε ανέκαθεν άρρηκτα δεμένη με το χωριό μας και αποτελεί το σύγχρονο επίνειο των Αυλιωτών.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο αρχαιολόγος Δαίλπφερδ, με την υποστήριξη του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄, επηρεασμένος από την ύπαρξη του πέτρινου καραβιού που φαίνεται μπρος από το νησάκι Διάπλος καθώς και από το ποτάμι που εκβάλλει στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, πραγματοποίησε ανασκαφές, αναζητώντας το παλάτι του βασιλιά των Φαιάκων Αλκινόου.

Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε πάρα πολύ σημαντικό για το χωριό, και το πρώτο Κοινοτικό Συμβούλιο έσπευσε να το συνδυάσει με την ίδρυση της Κοινότητας: καθιέρωσε ως έμβλημα στη σφραγίδα της, τον Οδυσσέα πάνω στη σχεδία. Είναι μάλιστα ενδιαφέρον ότι το Συμβούλιο δεν επέλεξε ως έμβλημά του τον βασιλιά Αλκίνοο, αλλά τον πολυμήχανο ταξιδευτή Οδυσσέα…

Ακολουθεί η μεταγραφή της απόφασης:

Συνεδρίασις Γ΄                                                                                                                               Πράξις 5

«Περί του τύπου της σφραγίδος»

Το Κοινοτικόν Συμβούλιον Αυλιωτών 

Συγκείμενον εκ του προέδρου του κ. Δημητρίου Α. Μουζακίτου και των μελών Δημητρίου Ι. Μουζακίτου, Λεωνίδα Ν. Μουζακίτου, Αριστείδου Ν. Μουζακίτου, Σπυρίδωνος Χ. Μουζακίτου και Ιωάννου Σ. Λοϊσίου.-

Συνελθόν κατά πρόσκλησιν του κ. προέδρου, σήμερον την 20ην Απριλίου 1914 και ώραν 12ην μεσημβρινήν, εν τω καταστήματι του Δημοτικού Σχολείου Αυλιωτών, όπως αποφασίση περί του τύπου της Σφραγίδος της Κοινότητος, λαβόν υπ’ όψιν την πρότασιν του κοινοτικού συμβούλου κ. Σπυρίδωνος Χ. Μουζακίτου, καθ’ ήν «εκ παραδόσεως έχομεν και αι εσχάτως γεγόμεναι απαρχαί ανασκαφών τείνουσι ν’ αποδείξωσι ότι εκεί που παρά την θέσιν (ακροτήριον) Κεφάλι της περιφερείας μας, απεβιβάσθη ο πολύς Οδυσσεύς, ερχόμενος επί Σχεδίας, εκ της μακράν κειμένης Ωγυγίας, η Σφραγίς της Κοινότητος Αυλιωτών δέον να φέρει τοιούτον συμβολισμόν».

Αποφαίνεται κατά τας διατάξεις του Νόμου ΔΝΞ΄:

Η Σραγίς θα είναι τοιαύτη φέρουσα γύρωθεν μεν τας λέξεις «Κοινότης  Αυλιωτών», ως έμβλημα δε «τον Οδυσσέα επί Σχεδίας, βλέποντα προς σκιερόν Όρος, φέρον εις το μέσον το στοιχείον Δ εικονίζον την γην των Φαιάκων (Κέρκυραν) κάτωθεν δε του εμβλήματος τα αρχικά στοιχεία Ο-Σ, εικονίζοντα τας λέξεις Οδυσσεύς – Σχεδία».=

Προς βεβαίωσιν συνετάγη και υπογράφεται η παρούσα.

Ο Πρόεδρος                                                                                  Τα μέλη               

    Δημητρίος Ι. Μουζακίτης                                                                Σπ. Χ. Μουζακίτης         

                                                                                                          Δ. Ι. Μουζακίτης

                                                                                                             Ι. Σ. Λοϊσιος  

                                                                                                        Α. Ν. Μουζακίτης

                                                                                                         Λ. Ν. Μουζακίτης