"Την Μεγάλη Σαρακοστή τραγουδούσανε την άρια “Το Άγιος ο Θεός”, μα στις ελιές, μα στην γειτονιά, αρχινούσε η μία και ακλουθούσανε οι άλλες και όλες μαζί το τελειώνανε και να δεις καλλίφωνες που ήτανε και πως σ άρεσε να τσι ακούς"
“Καλό είναι το Άγιος ο Θεός καλό είναι και ας το πούμε,
όπου το λέει σώνεται και όπου το ακούει αγιάζει,
κι όπου καλά το αφροκαστεί παράδεισο θα λάβει,
παράδεισο και σε εκκλησιές και σ άγια μοναστήρια.
Κάτω στα Γεροσόλυμα του Αγιού Κυρίου το τάφο,
που κει δέντρο δεν ήτανε και δέντρο εφανερώθει,
το δέντρο ήταν ο Χριστός και κλώνοι οι Αποστόλοι,
τα φύλλα ήταν οι μάρτυρες κι οι ρίζες οι προφήτες,
που προφητεύαν κι έλεγαν για του Χριστού τα πάθη.
Χριστέ μου πως τα πόμεινες τα θλιβερά μαρτούρια;
Εγώ καλά τα πόμεινα τα θλιβερά μαρτούρια,
τα πόμεινα για τους χριστιανούς και για τους κολασμένους.
Σήμερα σύγνεψε ο ουρανός, σήμερα χάθηκε ο ήλιος,
σήμερα πιάσαν το Χριστό οι άνομοι οβραίοι.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν ληστή τον παίρνουν,
και σαν αρνί στο μακελειό έτσι τον παραδέρνουν.
Σαν το ΄μαθε η Παναγιά έπεσε επί θανάτου,
κράζει τις τρεις γειτόνισσες τις τρεις καλές γυναίκες,
την Μάρθα την Μαγδαληνή του αγιού Λαζάρου η μάνα,
και του Ιακώβου η αδερφή κι οι τέσσερις αντάμα.
Στρατί στρατί επιάσανε στρατί το μονοπάτι
και το στρατί τις έβγαλε μες τους ληστούς τις πόρτες,
βρίσκουν τις πόρτες κλειδωτές και τα κλειδιά παρμένα
και τα παραθυρόφυλλα σφιχτά αμπαρωμένα.
Κοιτάει δεξιά κοιτάει ζερβά κανένανε δεν βλέπει
και πάλι ματακοίταξε τον άι Γιάννη βλέπει.
Άι Γιάννη πρόδρομε και βαπτιστή του γιου μου,
πες μου που είναι ο γιόκας μου και σε ο δάσκαλός σου;
Βλέπεις εκείνο το γυμνό στο ξύλο σταυρωμένο,
όπου κρατάει πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο γιόκας σου και με ο δάσκαλός μου.
Που είναι γκρεμός να γκρεμιστώ και που λιθός να πέσω;
και που μαχαίρι να σφαγώ να αδικοθανετέψω;
Μην γκρεμιστείς μητέρα μου, γκρεμίζονται οι μανάδες;
και μη σφαγείς μητέρα μου σφάζονται οι αδερφάδες;
Μάνα το Μέγα Σάββατο, μάνα τις πέντε ώρες,
που λειτουργούν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες,
τότες και συ μητέρα μου θάχεις χαρές μεγάλες.”
(όπως το διηγήθηκε η Ευτέρπη του Φόντα, στην κόρη της Ελένη)
Πρόσφατα σχόλια