Κοίταξε εκείνο το βουνό,το δώθε και το κείθε,
που τότε κατεβάζανε την ορφανούλα νύφη,
μεσοστρατίς μεσοδρομίς η πεθερά πεζεύει και κάθεται και λέει:
_ Του Γιάννη μαγειρεύτε του, ερθίκια και περδίκια,
τση νύφης μαγειρεύτε της τριού φιδιού κεφάλι,
τση όχιοντρας και τση οχιάς και τση μονομερίδας.
Πρώτη χαψιά και δεύτερη, η νύφη εφαρμακώθη.
_ Κάνε καλή μου πεθερά, για μια σταλιά νεράκι,
ν’αλείψω το χειλάκι μου, πούναι απ τ’αψί φαρμάκι.
Και η πεθερά απάντησε:
_ Νύφη νερό δεν έφερες, νύφη νερό δεν έχει.
Και σύρε και στο πεθερό κι αν έχει σου το δίνει,
κι αν τόχει δε σου το βαστεί μηδέ σου το στερεύει.
_ Κάνε καλέ μου πεθερέ για μια σταλιά νεράκι,
ν’αλείψω το χειλάκι μου, πούναι απ τ’αψί φαρμάκι.
Και ο πεθερός απάντησε:
_ Νύφη νερό δεν έφερες, νύφη νερό δεν έχει.
Και σύρε και στο ταίρι σου κι αν έχει σου το δίνει,
κι αν τόχει δε σου το βαστεί μηδέ σου το στερεύει.
_ Κάνε καλό ταιράκι μου, για μια σταλιά νεράκι,
ν’αλείψω το χειλάκι μου, πούναι απ τ’αψί φαρμάκι.
Χρυσό σταμνάκι άρπαξε στη βρύση κατεβαίνει…
Ώσπου να πάει ώσπου να ρθεί, την βρίσκει πεθαμένη.
( Η νύφη πέθανε κι απ τον καϋμό του ο Γιάννης πέθανε κι εκείνος)
Εκεί που θάψανε τη νιά εβγήκε καλαμιώνας
κι εκεί που θάψανε το νιό φύτρωσε κυπαρίσσι.
Αντικοτάει ο καλαμιώνας φιλεί το κυπαρίσσι,
αντικοτάει το κυπαρίσσι φιλεί τον καλαμιώνα.
Θεοφανία Λέκκα
(όπως το άκουσε από την προγιαγιά της Ευτυχία Λαμπίρη)
Αυλιώτες, Ιούνης 2018, εργασία για το Δημοτικό Σχολείο Αυλιωτών
Πρόσφατα σχόλια